Η φράση magnum opus (κατά λέξη μέγα έργο, εναλλακτικά έργο ζωής, προφέρεται μάγκνουμ όπους, πληθυντικός: magna opera) προέρχεται από τη λατινική γλώσσα και χρησιμοποιείται στη φιλολογία της τέχνης (κριτικές, πονήματα, μονογραφίες κλπ) για να περιγράψει το θεωρούμενο μεγαλύτερο, καλύτερο, ή ευρέως γνωστότερο έργο ενός καλλιτέχνη, συγγραφέα, συνθέτη ή άλλου τεχνίτη. Διαφέρει από τον όρο αριστούργημα (αγγλ. masterpiece, γαλλ. chef d'œuvre), καθώς το τελευταίο μπορεί να είναι μεν ένα μεγάλης κλίμακας έργο, αλλά δεν ενέχει τη αναγνωρισιμότητα του προηγούμενου.
Με βάση τον παραπάνω ορισμό θα μπορούσαν να αναγνωσθούν ως magna opera η Καπέλα Σιξτίνα του αναγεννησιακού ζωγράφου Μικελάντζελο, η Συμφωνία αρ. 9 του Μπετόβεν, η τριλογία του Άρχοντα των Δακτυλιδιών του Πίτερ Τζάκσον κλπ.
Στην αλχημεία η έκφραση είχε πιο εξειδικευμένο νόημα. Το μέγα έργο ενός αλχημιστή ήταν η αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου, η απελευθέρωση της ψυχής και η θέωση.[1]